Η λεύκη είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από τον τοπικό αποχρωματισμό του δέρματος. Εκδηλώνεται με την εμφάνιση λευκών κηλίδων και πλακών σε διάφορα σημεία του σώματος, όπως τα χέρια, τα πόδια, τις μασχάλες, γύρω από το στόμα, τα μάτια και τα γεννητικά όργανα, καθώς και σε σημεία τραυματισμού του δέρματος από διάφορες αιτίες. Η σοβαρότητα και η ταχύτητα της εξέλιξής της είναι συχνά απρόβλεπτες.

Πρόκειται για ένα αυτοάνοσο νόσημα, πράγμα που σημαίνει ότι ο ίδιος ο οργανισμός δημιουργεί αντισώματα κατά των μελανοκυττάρων. Η αιτιολογία του δεν είναι πλήρως γνωστή. Αν και στο περίπου 20% και άλλα μέλη της οικογένειας πάσχουν από λεύκη, παρ’ όλα αυτά η λεύκη δεν θεωρείται κληρονομικό νόσημα.

Η λεύκη προσβάλλει κάθε τύπο δέρματος, αν και στις σκουρόχρωμες επιδερμίδες είναι περισσότερο εμφανής. Πρόκειται για μια πάθηση μη μεταδοτική που δεν είναι απειλητική για τη ζωή. Αποτελεί περισσότερο αισθητικό πρόβλημα και πηγή στρες για τους πάσχοντες παρά κίνδυνο για την υγεία τους. Είναι δυνατόν να εμφανιστεί και στα 2 φύλα, σε οποιαδήποτε ηλικία αλλά συχνότερα εμφανίζεται σε άτομα 10-30 ετών. Η λέυκη συνδέεται με αυξημένο ρίσκο συνύπαρξης με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα όπως είναι ο διαβήτης, η θυρεοειδοπάθεια, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η ανεπάρκεια B12, η ψωρίαση και η γυροειδής αλώπεκια.

Η διάγνωση της λεύκης προκύπτει πρωτίστως με βάση την κλινική εξέταση από τον γιατρό (μπορεί να διευκολυνθεί από τη χρήση της λυχνίας του Wood), συνδυαστικά με τη λήψη ατομικού και οικογενειακού ιστορικού και τον αποκλεισμό άλλων δερματικών παθήσεων και αυτοάνοσων νοσημάτων.

Η πιο ευρέως διαδεδομένη ταξινόμηση της λεύκης, τη διακρίνει σε τμηματική λεύκη (SV) και μη-τμηματική λεύκη (NSV). Ο πιο κοινός τύπος λεύκης είναι η μη-τμηματική λεύκη και μπορεί να παρατηρηθεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Μπορεί να εμφανιστεί σε μεγάλα τμήματα του σώματος ή να παραμείνει σε μία συγκεκριμένη περιοχή. Αντιθέτως, η τμηματική λεύκη εντοπίζεται σε συγκεκριμένο σημείο του σώματος και συνήθως εμφανίζεται στην περίοδο της εφηβείας.

 

Η μη-τμηματική λεύκη διακρίνεται στις εξής κατηγορίες:

  • Γενικευμένη λεύκη: αποτελεί την πιο κοινή συχνή μορφή, οι αποχρωματισμένες κηλίδες συχνά προχωρούν συμμετρικά σε αντίστοιχα μέρη του σώματος.
  • Καθολική λεύκη: έχει μεγάλο ποσοστό αποχρωματισμού (80-90% της επιφάνειας σώματος).
  • Εντοπισμένη λεύκη: χαρακτηρίζεται από λίγες διάσπαρτες λευκές κηλίδες συγκεντρωμένες σε μία περιοχή. Συνήθως εμφανίζεται κατά την παιδική ηλικία.
  • Ακροπροσωπική λεύκη: οι συχνότερες περιοχές εμφάνισής της είναι τα δάχτυλα των ποδιών και των χεριών, καθώς η περιοχή του προσώπου και του λαιμού.
  • Βλεννογονιακή λεύκη: παρατηρείται αποχρωματισμός στην περιοχή των βλεννογόνων της στοματικής/γεννητικής περιοχής.

Η θεραπευτική αντιμετώπιση της λεύκης παραμένει μια δερματολογική πρόκληση. Ενίοτε οι βλάβες σταματούν να αναπτύσσονται χωρίς κάποια θεραπεία. Στο μεγαλύτερο ποσοστό των περιπτώσεων όμως ο αποχρωματισμός εξαπλώνεται σταδιακά επηρεάζοντας το μεγαλύτερο τμήμα του δέρματος.

Θεραπεία λεύκης

Η θεραπεία για τη λεύκη πρέπει να γίνεται με επίβλεψη και παρακολούθηση από δερματολόγο με εμπειρία στη νόσο. Η λεύκη δεν έχει οριστικές και πλήρως αποτελεσματικές θεραπείες. Καθώς οι αιτίες και οι παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί που τη διέπουν τη είναι ακόμη ελάχιστα κατανοητοί, η διάγνωση και η αντιμετώπιση της συνήθως καθυστερούν.

Σε αυτούς που πάσχουν από ήπιες μορφές λεύκης, η θεραπεία περιλαμβάνει τοπικά κορτικοστεροειδή, που φαίνεται να είναι  αποτελεσματικά, αλλά έχουν παρενέργειες στις οποίες περιλαμβάνεται η λέπτυνση του δέρματος και οι ευρυαγγείες. Οι αναστολείς καλσινευρίνης αποτελούν αποτελεσματική εναλλακτική τοπική θεραπεία. Για πιο εκτεταμένες περιπτώσεις λεύκης, η πιο αποδεκτή θεραπεία είναι η φωτοθεραπεία (UVA ή UVB) που εφαρμόζεται είτε μόνη της, είτε σε συνδυασμό με τοπικές θεραπείες ή συστηματικές θεραπείες (PUVA). Η θεραπεία πρέπει να διαρκέσει τουλάχιστον 2-3 μήνες ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της.